Σινώπη

Σινώπη
I
Νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, κόρη του ποταμού Ασωπού, επώνυμη ηρωίδα της πόλης Σινώπης. Την άρπαξε ο Απόλλωνας και την οδήγησε στη Μικρά Ασία.
Είχε μαζί της ένα γιο, το Σύρο, επώνυμο ήρωα των Σύρων. Μια άλλη εκδοχή θέλει τη Σ. κόρη του Άρη και της Αίγινας, που την αγάπησε ο Δίας και της υποσχέθηκε να της προσφέρει ό,τι του ζητούσε. Εκείνη τότε του ζήτησε να σεβαστεί την παρθενία της και ο θεός κράτησε το λόγο του. Η Σ. αρνήθηκε επίσης τον έρωτα του Απόλλωνα και πολλών θνητών και πέθανε παρθένα.
II
Πόλη (25.025 κάτ.) της Τουρκίας (Μικρά Ασία), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5657 τ. χλμ., 266.609 κατ.), στη στενή χερσόνησο Μποζτεπέ, 300 περίπου χλμ. ΒΑ της Άγκυρας, αξιόλογο αλιευτικό λιμάνι στον Εύξεινο Πόντο.
Η Σ., που ιδρύθηκε το 630 π.Χ. ως αποικία των Μιλήσιων, έφτασε σε αξιόλογη ισχύ χάρη στο αρκετά δραστήριο εμπορικό λιμάνι της και στον πολυάριθμο στόλο της. Το 440 π.Χ. ο Περικλής, αφού έδιωξε τον τύραννο Τιμολέοντα, εγκατέστησε εκεί 600 Αθηναίους άποικους, αλλά λίγο αργότερα η πόλη επαναποκτούσε την ελευθερία της για να περιέλθει, περίπου το 380 π.Χ., κάτω από την περσική επιρροή και, ύστερα, στο Μ. Αλέξανδρο και στους βασιλιάδες του Πόντου. Το 70 π.Χ. καταλήφθηκε από το Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο και υπό τον Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Julia Felix.
Οι ανασκαφές που διεξάγονται από το 1951 έφεραν στο φως μέρος της πόλης και έναν αρχαϊκό ναό, αφιερωμένο σε άγνωστη θεότητα, που λατρευόταν ως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η ζωγραφική διακόσμηση μερικών σπιτιών της ελληνιστικής περιόδου.
* * *
η, ΝΑ
μία από τις πιο ακμάζουσες ελληνικές πόλεις τής αρχαιότητας στη νότια ακτή τού Εύξεινου Πόντου, που σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από τις Αμαζόνες, οι οποίες τής έδωσαν το όνομα τής βασίλισσάς τους, ενώ άλλη παράδοση αποδίδει την ίδρυσή της στον σύντροφο τού Ηρακλή Αυτόλυκο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σινώπη — an inhabitant thereof fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σινώπῃ — Σινώπη an inhabitant thereof fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σινώπη — η αρχαία πόλη και σημερινή στα παράλια του Εύξεινου πόντου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέα Σινώπη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.) στην πρώην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης …   Dictionary of Greek

  • Αλκουίλας — (Σινώπη 80 – περ. 149 μ.Χ.). Ισραηλίτης αρχιτέκτονας. Αρχικά ασπάστηκε τον χριστιανισμό και φαίνεται ότι έζησε για ένα διάστημα στην Αθήνα όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Ακολούθησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αΐλιο Αδριανό,… …   Dictionary of Greek

  • Μαρκίων — (Σινώπη 85; – Ρώμη 160;). Ρωμαίος θεολόγος. Σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό, όταν ο Μ. μετέβη στη Ρώμη (περ. το 140), μετέσχε αμέσως στη ζωή της τοπικής χριστιανικής κοινότητας. Διέθετε μεγάλη περιουσία και, όταν βαφτίστηκε χριστιανός, δώρισε στην… …   Dictionary of Greek

  • Σινωπέων — Σινώπη an inhabitant thereof fem gen pl (epic ionic) Σινωπεύς an inhabitant thereof masc gen pl Σινωπέω̆ν , Σινωπεύς an inhabitant thereof masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σινώπην — Σινώπη an inhabitant thereof fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σινώπης — Σινώπη an inhabitant thereof fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”